ιεροκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιεροκρατικός < ιεροκρατία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαιεροκρατικός
- που έχει σχέση με την ιεροκρατία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ιεροκρατία, ιερός και κράτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιεροκρατικός
|