ιερογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.e.ɾoˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιερογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που συγγράφει ιερά βιβλία ή (γενικότερα) με τον αρμόζοντα τρόπο
- που εικονογραφεί αγίους ή (γενικότερα) ιερά πρόσωπα
Συγγενικά επεξεργασία
- ιερογραφία
- ιερογραφικός
- ιερόγραφο
- ιερογραφώ
- → δείτε τις λέξεις ιερός και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιερογράφος