ιερογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιερογραφώ < ιερογράφος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαιερογραφώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιερογραφώ | ιερογραφούσα | θα ιερογραφώ | να ιερογραφώ | ιερογραφώντας | |
β' ενικ. | ιερογραφείς | ιερογραφούσες | θα ιερογραφείς | να ιερογραφείς | (ιερογράφει) | |
γ' ενικ. | ιερογραφεί | ιερογραφούσε | θα ιερογραφεί | να ιερογραφεί | ||
α' πληθ. | ιερογραφούμε | ιερογραφούσαμε | θα ιερογραφούμε | να ιερογραφούμε | ||
β' πληθ. | ιερογραφείτε | ιερογραφούσατε | θα ιερογραφείτε | να ιερογραφείτε | ιερογραφείτε | |
γ' πληθ. | ιερογραφούν(ε) | ιερογραφούσαν(ε) | θα ιερογραφούν(ε) | να ιερογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιερογράφησα | θα ιερογραφήσω | να ιερογραφήσω | ιερογραφήσει | ||
β' ενικ. | ιερογράφησες | θα ιερογραφήσεις | να ιερογραφήσεις | ιερογράφησε | ||
γ' ενικ. | ιερογράφησε | θα ιερογραφήσει | να ιερογραφήσει | |||
α' πληθ. | ιερογραφήσαμε | θα ιερογραφήσουμε | να ιερογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | ιερογραφήσατε | θα ιερογραφήσετε | να ιερογραφήσετε | ιερογραφήστε | ||
γ' πληθ. | ιερογράφησαν ιερογραφήσαν(ε) |
θα ιερογραφήσουν(ε) | να ιερογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιερογραφήσει | είχα ιερογραφήσει | θα έχω ιερογραφήσει | να έχω ιερογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιερογραφήσει | είχες ιερογραφήσει | θα έχεις ιερογραφήσει | να έχεις ιερογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ιερογραφήσει | είχε ιερογραφήσει | θα έχει ιερογραφήσει | να έχει ιερογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιερογραφήσει | είχαμε ιερογραφήσει | θα έχουμε ιερογραφήσει | να έχουμε ιερογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιερογραφήσει | είχατε ιερογραφήσει | θα έχετε ιερογραφήσει | να έχετε ιερογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ιερογραφήσει | είχαν ιερογραφήσει | θα έχουν ιερογραφήσει | να έχουν ιερογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιερογραφώ
|