ιερογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιερογραφία < ιερογράφος + -ία, αναλύεται σε ιερο- + -γραφία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιερογραφία θηλυκό
- η εργασία του ιερογράφου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιερογραφία
ιερογραφία θηλυκό