ιερεμιάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.e.ɾe.miˈa.ða/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιερεμιάδα θηλυκό
- η θρηνωδία, το θρηνητικό ποίημα του προφήτη Ιερεμία που προέβλεψε την άλωση της Ιερουσαλήμ
- (μεταφορικά) η μεμψίμοιρη και απαισιόδοξη παρουσίαση μιας κατάστασης
- ※ Οι φυσικές καταστροφές οδηγούν συχνά σε εμβριθείς ιερεμιάδες για την τιμωρημένη υπεροψία του ανθρώπου, ο οποίος έχει την αξίωση να κυριαρχήσει πάνω στη φύση, για την τεχνική που καταστρέφει τη ζωή. (*)
- ≈ συνώνυμα: θρηνολογία, κλάψα, μεμψιμοιρία, παράπονο