Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιερεμιάδα οι ιερεμιάδες
      γενική της ιερεμιάδας των ιερεμιάδων
    αιτιατική την ιερεμιάδα τις ιερεμιάδες
     κλητική ιερεμιάδα ιερεμιάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιερεμιάδα < γαλλική jérémiade

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.e.ɾe.miˈa.ða/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιερεμιάδα θηλυκό

  1. η θρηνωδία, το θρηνητικό ποίημα του προφήτη Ιερεμία που προέβλεψε την άλωση της Ιερουσαλήμ
  2. (μεταφορικά) η μεμψίμοιρη και απαισιόδοξη παρουσίαση μιας κατάστασης
    ※  Οι φυσικές καταστροφές οδηγούν συχνά σε εμβριθείς ιερεμιάδες για την τιμωρημένη υπεροψία του ανθρώπου, ο οποίος έχει την αξίωση να κυριαρχήσει πάνω στη φύση, για την τεχνική που καταστρέφει τη ζωή. (*)
     συνώνυμα: θρηνολογία, κλάψα, μεμψιμοιρία, παράπονο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία