Ετυμολογία

επεξεργασία
jérémiade < λατινική Jeremias (προφήτης γνωστός για τους θρήνους του)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jérémiade jérémiades

jérémiade (fr) θηλυκό

  • ιερεμιάδα
    Aurez-vous bientôt fini vos jérémiades? Θα σταματήσεις τις ιερεμιάδες σου ή όχι;

Συνώνυμα

επεξεργασία