Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. για τη χρήση της λέξης. Ελληνιστική: ἱερακώδης. sarri.greek (συζήτηση) 19:50, 30 Σεπτεμβρίου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιερακοειδής η ιερακοειδής το ιερακοειδές
      γενική του ιερακοειδούς* της ιερακοειδούς του ιερακοειδούς
    αιτιατική τον ιερακοειδή την ιερακοειδή το ιερακοειδές
     κλητική ιερακοειδή(ς) ιερακοειδής ιερακοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιερακοειδείς οι ιερακοειδείς τα ιερακοειδή
      γενική των ιερακοειδών των ιερακοειδών των ιερακοειδών
    αιτιατική τους ιερακοειδείς τις ιερακοειδείς τα ιερακοειδή
     κλητική ιερακοειδείς ιερακοειδείς ιερακοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιερακοειδής < αρχαία ελληνική ἱέραξ + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

ιερακοειδής

  Μεταφράσεις επεξεργασία