ιερακοειδής
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιερακοειδής | η | ιερακοειδής | το | ιερακοειδές |
γενική | του | ιερακοειδούς* | της | ιερακοειδούς | του | ιερακοειδούς |
αιτιατική | τον | ιερακοειδή | την | ιερακοειδή | το | ιερακοειδές |
κλητική | ιερακοειδή(ς) | ιερακοειδής | ιερακοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιερακοειδείς | οι | ιερακοειδείς | τα | ιερακοειδή |
γενική | των | ιερακοειδών | των | ιερακοειδών | των | ιερακοειδών |
αιτιατική | τους | ιερακοειδείς | τις | ιερακοειδείς | τα | ιερακοειδή |
κλητική | ιερακοειδείς | ιερακοειδείς | ιερακοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιερακοειδής < αρχαία ελληνική ἱέραξ + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασίαιερακοειδής
- το ιερακόσχημο, οτιδήποτε γερακόσχημο (πχ. θυρεός κτλ.) ή που θυμίζει γεράκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιερακοειδής
|