ιδροκοπημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδροκοπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιδροκοπώ
Μετοχή
επεξεργασίαιδροκοπημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ιδροκοπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιδροκοπημένος
|
ιδροκοπημένος, -η, -ο
|