ιδιόβουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιδιόβουλος | η | ιδιόβουλος & ιδιόβουλη |
το | ιδιόβουλο |
γενική | του | ιδιοβούλου & ιδιόβουλου |
της | ιδιοβούλου & ιδιόβουλης |
του | ιδιοβούλου & ιδιόβουλου |
αιτιατική | τον | ιδιόβουλο | την | ιδιόβουλο & ιδιόβουλη |
το | ιδιόβουλο |
κλητική | ιδιόβουλε | ιδιόβουλε & ιδιόβουλη |
ιδιόβουλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιδιόβουλοι | οι | ιδιόβουλοι & ιδιόβουλες |
τα | ιδιόβουλα |
γενική | των | ιδιοβούλων & ιδιόβουλων |
των | ιδιοβούλων & ιδιόβουλων |
των | ιδιοβούλων & ιδιόβουλων |
αιτιατική | τους | ιδιοβούλους & ιδιόβουλους |
τις | ιδιοβούλους & ιδιόβουλες |
τα | ιδιόβουλα |
κλητική | ιδιόβουλοι | ιδιόβουλοι & ιδιόβουλες |
ιδιόβουλα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαιδιόβουλος, -η/-ος, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιδιόβουλος
|