↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιοποιημένος η ιδιοποιημένη το ιδιοποιημένο
      γενική του ιδιοποιημένου της ιδιοποιημένης του ιδιοποιημένου
    αιτιατική τον ιδιοποιημένο την ιδιοποιημένη το ιδιοποιημένο
     κλητική ιδιοποιημένε ιδιοποιημένη ιδιοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιοποιημένοι οι ιδιοποιημένες τα ιδιοποιημένα
      γενική των ιδιοποιημένων των ιδιοποιημένων των ιδιοποιημένων
    αιτιατική τους ιδιοποιημένους τις ιδιοποιημένες τα ιδιοποιημένα
     κλητική ιδιοποιημένοι ιδιοποιημένες ιδιοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδιοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιδιοποιούμαι

ιδιοποιημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ιδιοποιούμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία