Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θωρακεκτομή οι θωρακεκτομές
      γενική της θωρακεκτομής των θωρακεκτομών
    αιτιατική τη θωρακεκτομή τις θωρακεκτομές
     κλητική θωρακεκτομή θωρακεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θωρακεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thoracectomy < αρχαία ελληνική θώραξ θωρακ- + ἐκτομή (< ἐκτέμνω < ἐκ + τέμνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θo.ɾa.ce.ktoˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θω‐ρα‐κε‐κτο‐μή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θωρακεκτομή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη θώρακας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.