Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θυρόφραγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
θυρόφραγμα
τα
θυροφράγμα
τ
α
γενική
του
θυροφράγμα
τ
ος
των
θυροφραγμά
τ
ων
αιτιατική
το
θυρόφραγμα
τα
θυροφράγμα
τ
α
κλητική
θυρόφραγμα
θυροφράγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θυρόφραγμα
<
θύρα
+
-ο-
+
φράγμα
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
lock gate
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θυρόφραγμα
ουδέτερο
κατασκευή
με
ειδικό
μηχανισμό
ελέγχου της
ροής
υδάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θυρόφραγμα
αγγλικά
:
lock gate
(en)