Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρυπτικός η θρυπτική το θρυπτικό
      γενική του θρυπτικού της θρυπτικής του θρυπτικού
    αιτιατική τον θρυπτικό τη θρυπτική το θρυπτικό
     κλητική θρυπτικέ θρυπτική θρυπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρυπτικοί οι θρυπτικές τα θρυπτικά
      γενική των θρυπτικών των θρυπτικών των θρυπτικών
    αιτιατική τους θρυπτικούς τις θρυπτικές τα θρυπτικά
     κλητική θρυπτικοί θρυπτικές θρυπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρυπτικός < αρχαία ελληνική θρυπτικός < θρύπτω

  Επίθετο επεξεργασία

θρυπτικός

  1. που είναι κατάλληλος ή ικανός στο ν α συντρίβει
  2. (σπάνιο) εύθραυστος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία