θρυπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρυπτικός < αρχαία ελληνική θρυπτικός < θρύπτω
Επίθετο
επεξεργασίαθρυπτικός
- που είναι κατάλληλος ή ικανός στο ν α συντρίβει
- (σπάνιο) εύθραυστος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θρύπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία θρυπτικός
|