θρονιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θρονιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θρονιάζω
Μετοχή επεξεργασία
θρονιασμένος, -η, -ο
- που έχει στρογγυλοκάτσει κάπου και δεν κάνει τίποτα
Μεταφράσεις επεξεργασία
θρονιασμένος
|