Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρονιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θρονιάζω < αρχαία ελληνική θρόνος + -ιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θɾoˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρο‐νιά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

θρονιάζω, αόρ.: θρόνιασα, παθ.φωνή: θρονιάζομαι, π.αόρ.: θρονιάστηκα, μτχ.π.π.: θρονιασμένος, συνήθως στην παθητική φωνή

  1. (μεταφορικά)[1] βολεύω κάποιον εγκαθιστώντας τον κάπου χωρίς την προοπτική να φύγει → δείτε τη λέξη θρονιάζομαι
    κάθισε δίπλα μου στον καναπέ, μου θρόνιασε τον σκύλο από δίπλα που όλο με αγριοκοίταζε, και δεν τολμούσα να κουνηθώ
    σπανίως και αμετάβατο ※  Τρέχοντας η γυναίκα μου όλη τρομασμένη / Και μου λέγει: ο τοπάρχης θρόνιασε στο σπίτι / Και της παράγγειλε λουτρό να του ετοιμάσει (Μετάφραση: Λορέντζος Μαβίλης, από: Schiller (Σίλλερ). Γουλιέλμος Τέλλος [έμμετρο θεατρικό έργο] books.google
     συνώνυμα: στρογγυλοκάθομαι
  2. (παρωχημένο ή λογοτεχνικό, κυριολεκτικά[2]) καθίζω σε θρόνο, βάζω / τοποθετώ σε θρόνο
  3. (παρωχημένο) ενθρονίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. θρονιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)