ΔΦΑ : /θɾoˈɲa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρονιάζομαι

θρονιάζομαι, πρτ.: θρονιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα θρονιαστώ, αόρ.: θρονιάστηκα, μτχ.π.π.: θρονιασμένος, (ενεργ.: θρονιάζω)

Μεταφράσεις

επεξεργασία