θορυβοποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θορυβοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θορυβοποιός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε θόρυβ(ος) + -ο- + -ποιός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θo.ɾi.vo.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θο‐ρυ‐βο‐ποι‐ός
Επίθετο επεξεργασία
θορυβοποιός, -ός/-ά, -ό
- που προκαλεί θόρυβο
Μεταφράσεις επεξεργασία
θορυβοποιός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θορυβοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θορυβοποιός < θορυβο(ποιέω) + -ποιός. Μορφολογικά αναλύεται σε θόρυβ(ος) + -ο- + -ποιός
Επίθετο επεξεργασία
θορυβοποιός, -ός, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που προκαλεί θόρυβο
- ↪ θορυβοποιόν πλῆθος
Πηγές επεξεργασία
- θορυβοποιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θορυβοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.