Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θολότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
θόλωση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
θολότητ
α
οι
θολότητ
ες
γενική
της
θολότητ
ας
των
θολοτήτ
ων
αιτιατική
τη
θολότητ
α
τις
θολότητ
ες
κλητική
θολότητ
α
θολότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θολότητα
<
μεσαιωνική ελληνική
θολότης
<
θολός
+
-ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θολότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος ή κάτι
θολό(ς)
, η
ιδιότητα
του
θολού
Συνώνυμα
επεξεργασία
αδιαφάνεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θολότητα
αγγλικά
:
opacity
(en)
γαλλικά
:
opacité
(fr)