Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θολότης < θολ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θολότης θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία