Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θλαστικός η θλαστική το θλαστικό
      γενική του θλαστικού της θλαστικής του θλαστικού
    αιτιατική τον θλαστικό τη θλαστική το θλαστικό
     κλητική θλαστικέ θλαστική θλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θλαστικοί οι θλαστικές τα θλαστικά
      γενική των θλαστικών των θλαστικών των θλαστικών
    αιτιατική τους θλαστικούς τις θλαστικές τα θλαστικά
     κλητική θλαστικοί θλαστικές θλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θλαστικός < αρχαία ελληνική < θλάω-θλῶ (σπάζω)

  Επίθετο επεξεργασία

θλαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία