Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θηλιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θηλιασμέν
ος
η
θηλιασμέν
η
το
θηλιασμέν
ο
γενική
του
θηλιασμέν
ου
της
θηλιασμέν
ης
του
θηλιασμέν
ου
αιτιατική
τον
θηλιασμέν
ο
τη
θηλιασμέν
η
το
θηλιασμέν
ο
κλητική
θηλιασμέν
ε
θηλιασμέν
η
θηλιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θηλιασμέν
οι
οι
θηλιασμέν
ες
τα
θηλιασμέν
α
γενική
των
θηλιασμέν
ων
των
θηλιασμέν
ων
των
θηλιασμέν
ων
αιτιατική
τους
θηλιασμέν
ους
τις
θηλιασμέν
ες
τα
θηλιασμέν
α
κλητική
θηλιασμέν
οι
θηλιασμέν
ες
θηλιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
θηλιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
θηλιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θηλιασμένος