Ετυμολογία

επεξεργασία

θηλιάζω, αόρ.: θήλιασα (χωρίς παθητική φωνή)[1]

  1. κάνω θηλιά
  2. θηλυκώνω, κουμπώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις θηλιά και θηλυκός

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)