Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηλιάζω < θηλι(ά) + -άζω < μεσαιωνική ελληνική θηλεά < αρχαία ελληνική θήλεια, θηλυκό του θῆλυς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θiˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θη‐λιά‐ζω}}

  Ρήμα επεξεργασία

θηλιάζω, αόρ.: θήλιασα (χωρίς παθητική φωνή)[1]

  1. κάνω θηλιά
  2. θηλυκώνω, κουμπώνω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις θηλιά και θηλυκός

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)