θηλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θηλιάζω < θηλι(ά) + -άζω < μεσαιωνική ελληνική θηλεά < αρχαία ελληνική θήλεια, θηλυκό του θῆλυς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θiˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐λιά‐ζω}}
Ρήμα
επεξεργασίαθηλιάζω, αόρ.: θήλιασα (χωρίς παθητική φωνή)[1]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις θηλιά και θηλυκός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θηλιάζω | θήλιαζα | θα θηλιάζω | να θηλιάζω | θηλιάζοντας | |
β' ενικ. | θηλιάζεις | θήλιαζες | θα θηλιάζεις | να θηλιάζεις | θήλιαζε | |
γ' ενικ. | θηλιάζει | θήλιαζε | θα θηλιάζει | να θηλιάζει | ||
α' πληθ. | θηλιάζουμε | θηλιάζαμε | θα θηλιάζουμε | να θηλιάζουμε | ||
β' πληθ. | θηλιάζετε | θηλιάζατε | θα θηλιάζετε | να θηλιάζετε | θηλιάζετε | |
γ' πληθ. | θηλιάζουν(ε) | θήλιαζαν θηλιάζαν(ε) |
θα θηλιάζουν(ε) | να θηλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θήλιασα | θα θηλιάσω | να θηλιάσω | θηλιάσει | ||
β' ενικ. | θήλιασες | θα θηλιάσεις | να θηλιάσεις | θήλιασε | ||
γ' ενικ. | θήλιασε | θα θηλιάσει | να θηλιάσει | |||
α' πληθ. | θηλιάσαμε | θα θηλιάσουμε | να θηλιάσουμε | |||
β' πληθ. | θηλιάσατε | θα θηλιάσετε | να θηλιάσετε | θηλιάστε | ||
γ' πληθ. | θήλιασαν θηλιάσαν(ε) |
θα θηλιάσουν(ε) | να θηλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θηλιάσει | είχα θηλιάσει | θα έχω θηλιάσει | να έχω θηλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις θηλιάσει | είχες θηλιάσει | θα έχεις θηλιάσει | να έχεις θηλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει θηλιάσει | είχε θηλιάσει | θα έχει θηλιάσει | να έχει θηλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θηλιάσει | είχαμε θηλιάσει | θα έχουμε θηλιάσει | να έχουμε θηλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε θηλιάσει | είχατε θηλιάσει | θα έχετε θηλιάσει | να έχετε θηλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θηλιάσει | είχαν θηλιάσει | θα έχουν θηλιάσει | να έχουν θηλιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία θηλιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)