θελιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θελιάζω < θηλιάζω
Ρήμα
επεξεργασίαθελιάζω
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του θηλιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θελιάζω | θέλιαζα | θα θελιάζω | να θελιάζω | θελιάζοντας | |
β' ενικ. | θελιάζεις | θέλιαζες | θα θελιάζεις | να θελιάζεις | θέλιαζε | |
γ' ενικ. | θελιάζει | θέλιαζε | θα θελιάζει | να θελιάζει | ||
α' πληθ. | θελιάζουμε | θελιάζαμε | θα θελιάζουμε | να θελιάζουμε | ||
β' πληθ. | θελιάζετε | θελιάζατε | θα θελιάζετε | να θελιάζετε | θελιάζετε | |
γ' πληθ. | θελιάζουν(ε) | θέλιαζαν θελιάζαν(ε) |
θα θελιάζουν(ε) | να θελιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θέλιασα | θα θελιάσω | να θελιάσω | θελιάσει | ||
β' ενικ. | θέλιασες | θα θελιάσεις | να θελιάσεις | θέλιασε | ||
γ' ενικ. | θέλιασε | θα θελιάσει | να θελιάσει | |||
α' πληθ. | θελιάσαμε | θα θελιάσουμε | να θελιάσουμε | |||
β' πληθ. | θελιάσατε | θα θελιάσετε | να θελιάσετε | θελιάστε | ||
γ' πληθ. | θέλιασαν θελιάσαν(ε) |
θα θελιάσουν(ε) | να θελιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θελιάσει | είχα θελιάσει | θα έχω θελιάσει | να έχω θελιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις θελιάσει | είχες θελιάσει | θα έχεις θελιάσει | να έχεις θελιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει θελιάσει | είχε θελιάσει | θα έχει θελιάσει | να έχει θελιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θελιάσει | είχαμε θελιάσει | θα έχουμε θελιάσει | να έχουμε θελιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε θελιάσει | είχατε θελιάσει | θα έχετε θελιάσει | να έχετε θελιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θελιάσει | είχαν θελιάσει | θα έχουν θελιάσει | να έχουν θελιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία θελιάζω
|