Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θήλιασμα τα θηλιάσματα
      γενική του θηλιάσματος των θηλιασμάτων
    αιτιατική το θήλιασμα τα θηλιάσματα
     κλητική θήλιασμα θηλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. θήλιασμα < θηλιάζω + -μα < θηλιά < μεσαιωνική ελληνική θηλεά < αρχαία ελληνική θήλεια, θηλυκό του θῆλυς
  2. θήλιασμα < φύλλιασμα < φυλλιάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θήλιασμα ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) κατασκευή θηλιών (και πέρασμά τους σε μια βέργα)
  2. (ιδιωματικό) μπόλιασμα, φύλλιασμα
    Μάχαι ὁλόκληροι συνεκροτοῦντο δι᾽ ἓν θήλιασμα ἐλαιῶνος, διὰ τρία κλήματα ἀμπέλου, δι᾽ ἥμισυ «πινάκι» σιτοφόρου ἀγροῦ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Οἱ Ἐλαφροΐσκιωτοι, 1892)

  Μεταφράσεις επεξεργασία