θήλιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θήλιασμα < θηλιάζω + -μα < θηλιά < μεσαιωνική ελληνική θηλεά < αρχαία ελληνική θήλεια, θηλυκό του θῆλυς
- θήλιασμα < φύλλιασμα < φυλλιάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
θήλιασμα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) κατασκευή θηλιών (και πέρασμά τους σε μια βέργα)
- (ιδιωματικό) μπόλιασμα, φύλλιασμα
- Μάχαι ὁλόκληροι συνεκροτοῦντο δι᾽ ἓν θήλιασμα ἐλαιῶνος, διὰ τρία κλήματα ἀμπέλου, δι᾽ ἥμισυ «πινάκι» σιτοφόρου ἀγροῦ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Οἱ Ἐλαφροΐσκιωτοι, 1892)
Μεταφράσεις επεξεργασία
θήλιασμα
|