Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θηλασμένος η θηλασμένη το θηλασμένο
      γενική του θηλασμένου της θηλασμένης του θηλασμένου
    αιτιατική τον θηλασμένο τη θηλασμένη το θηλασμένο
     κλητική θηλασμένε θηλασμένη θηλασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θηλασμένοι οι θηλασμένες τα θηλασμένα
      γενική των θηλασμένων των θηλασμένων των θηλασμένων
    αιτιατική τους θηλασμένους τις θηλασμένες τα θηλασμένα
     κλητική θηλασμένοι θηλασμένες θηλασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θηλάζω

  Μετοχή επεξεργασία

θηλασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη θηλάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία