Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θηλασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θηλασμέν
ος
η
θηλασμέν
η
το
θηλασμέν
ο
γενική
του
θηλασμέν
ου
της
θηλασμέν
ης
του
θηλασμέν
ου
αιτιατική
τον
θηλασμέν
ο
τη
θηλασμέν
η
το
θηλασμέν
ο
κλητική
θηλασμέν
ε
θηλασμέν
η
θηλασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θηλασμέν
οι
οι
θηλασμέν
ες
τα
θηλασμέν
α
γενική
των
θηλασμέν
ων
των
θηλασμέν
ων
των
θηλασμέν
ων
αιτιατική
τους
θηλασμέν
ους
τις
θηλασμέν
ες
τα
θηλασμέν
α
κλητική
θηλασμέν
οι
θηλασμέν
ες
θηλασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θηλασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
θηλάζω
Μετοχή
επεξεργασία
θηλασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
θηλάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θηλασμένος