Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεόστενος η θεόστενη το θεόστενο
      γενική του θεόστενου της θεόστενης του θεόστενου
    αιτιατική τον θεόστενο τη θεόστενη το θεόστενο
     κλητική θεόστενε θεόστενη θεόστενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεόστενοι οι θεόστενες τα θεόστενα
      γενική των θεόστενων των θεόστενων των θεόστενων
    αιτιατική τους θεόστενους τις θεόστενες τα θεόστενα
     κλητική θεόστενοι θεόστενες θεόστενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεόστενος < θεο- + στενός

  Επίθετο επεξεργασία

θεόστενος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία