θερμοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμοκέφαλος (μαρτυρείται από το 1802)[1] < θερμο- + -κέφαλος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hothead [2][3]
Επίθετο
επεξεργασίαθερμοκέφαλος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 472, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ θερμοκέφαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας