θερμοανακλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμοανακλαστικός < θερμο- + ανακλαστικός
Επίθετο
επεξεργασίαθερμοανακλαστικός
- που συμβάλλει στην ανάκλαση της θερμότητας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θερμοανακλαστικός
|