θεουργικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεουργικός < ελληνιστική κοινή θεουργικός < θεουργία < θεουργός < αρχαία ελληνική θεός + ἔργον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.uɾ.ʝiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαθεουργικός, -ή, -ό
θεουργικός, -ή, -ό