θεουργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεουργία < θεός + -ουργία / ελληνιστική κοινή θεουργία < θεουργός < αρχαία ελληνική θεός + ἔργον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.uɾˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεουργία θηλυκό
- (θρησκεία) πρακτική τελετουργιών, κάποιες φορές μαγικής φύσης, οι οποίες τελούνται με σκοπό την επίκληση της δράσης ενός ή περισσοτέρων θεών, με ειδικότερο σκοπό την ένωση με το θείο και την τελειοποίηση του ατόμου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- θεουργία στη Βικιπαίδεια