θεοδικία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοδικία < θεο- + -δικία (δίκη, τιμωρία) < γαλλικός ελληνογενής όρος théodicée (μαρτυρείται από το 1812)
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεοδικία θηλυκό
- (θρησκεία) η εκδήλωση της θεϊκής εύνοιας ή τιμωρίας σχετικά με ανθρώπινες πράξεις
- (φιλοσοφία) η φιλοσοφική δικαίωση του Θεού για τη δημιουργία και την ύπαρξη του κακού στον κόσμο
Σημειώσεις επεξεργασία
- πρώτη θεοδικία κατά τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες θεωρείται η έξωση των πρωτόπλαστων από τον κήπο της Εδέμ, δεύτερη, ο κατακλυσμός του Νώε με θύμα ολόκληρη τη φύση πλην των υδροβίων όντων και τρίτη, η καταστροφή των Σοδόμων και της Γομόρας.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- θεοδικία στη Βικιπαίδεια