Ετυμολογία

επεξεργασία
ordalie < αρχαία αγγλική ordâl < μεσαιωνική λατινική ordalium, « κρίση »

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ordalie ordalies

ordalie (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία