θεογένητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεογένητος < (ελληνιστική κοινή) θεογένητος < αρχαία ελληνική θεός + γίγνομαι
Επίθετο επεξεργασία
θεογένητος, -η, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεογένητος
|