Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θελιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θελιασμέν
ος
η
θελιασμέν
η
το
θελιασμέν
ο
γενική
του
θελιασμέν
ου
της
θελιασμέν
ης
του
θελιασμέν
ου
αιτιατική
τον
θελιασμέν
ο
τη
θελιασμέν
η
το
θελιασμέν
ο
κλητική
θελιασμέν
ε
θελιασμέν
η
θελιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θελιασμέν
οι
οι
θελιασμέν
ες
τα
θελιασμέν
α
γενική
των
θελιασμέν
ων
των
θελιασμέν
ων
των
θελιασμέν
ων
αιτιατική
τους
θελιασμέν
ους
τις
θελιασμέν
ες
τα
θελιασμέν
α
κλητική
θελιασμέν
οι
θελιασμέν
ες
θελιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
θελιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
θελιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θελιασμένος