Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεατρομανής η θεατρομανής το θεατρομανές
      γενική του θεατρομανούς* της θεατρομανούς του θεατρομανούς
    αιτιατική τον θεατρομανή τη θεατρομανή το θεατρομανές
     κλητική θεατρομανή(ς) θεατρομανής θεατρομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεατρομανείς οι θεατρομανείς τα θεατρομανή
      γενική των θεατρομανών των θεατρομανών των θεατρομανών
    αιτιατική τους θεατρομανείς τις θεατρομανείς τα θεατρομανή
     κλητική θεατρομανείς θεατρομανείς θεατρομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεατρομανής < θέατρ(ο) + -ο- + -μανής

  Επίθετο επεξεργασία

θεατρομανής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία