Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θανατολογία οι θανατολογίες
      γενική της θανατολογίας των θανατολογιών
    αιτιατική τη θανατολογία τις θανατολογίες
     κλητική θανατολογία θανατολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θανατολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Thanatologie < thanato- + -logie (μορφολογικά αναλύεται σε θανατο- + -λογία) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θανατολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία