θανατολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θανατολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Thanatologie < thanato- + -logie (μορφολογικά αναλύεται σε θανατο- + -λογία) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθανατολογία θηλυκό
- (ψυχολογία, κοινωνικές επιστήμες) επιστήμη που μελετά τους ποικίλους μηχανισμούς και διεργασίες του θανάτου, αλλά και των μεταθανάτιων επιπτώσεων, συνδυάζοντας δεδομένα από διάφορες πλευρές, όπως από την ιατρική, τη νομική, την τεχνολογία, τη φιλοσοφία, τη θεολογία και τις κοινωνικές επιστήμες
Μεταφράσεις
επεξεργασία θανατολογία
|