Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαλασσοπνιγμένος η θαλασσοπνιγμένη το θαλασσοπνιγμένο
      γενική του θαλασσοπνιγμένου της θαλασσοπνιγμένης του θαλασσοπνιγμένου
    αιτιατική τον θαλασσοπνιγμένο τη θαλασσοπνιγμένη το θαλασσοπνιγμένο
     κλητική θαλασσοπνιγμένε θαλασσοπνιγμένη θαλασσοπνιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαλασσοπνιγμένοι οι θαλασσοπνιγμένες τα θαλασσοπνιγμένα
      γενική των θαλασσοπνιγμένων των θαλασσοπνιγμένων των θαλασσοπνιγμένων
    αιτιατική τους θαλασσοπνιγμένους τις θαλασσοπνιγμένες τα θαλασσοπνιγμένα
     κλητική θαλασσοπνιγμένοι θαλασσοπνιγμένες θαλασσοπνιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλασσοπνιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θαλασσοπνίγομαι

  Μετοχή επεξεργασία

θαλασσοπνιγμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη θαλασσοπνίγομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία