Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλασσοπνίγομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

θαλασσοπνίγομαι

  1. κινδυνεύω να πνιγώ στη θάλασσα
  2. ζω για χρόνια στη θάλασσα δουλεύοντας ως ναυτικός και αντιμετωπίζω όλες τις δυσκολίες αυτού του επαγγέλματος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία