Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θαλασσοπνίχτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
θαλασσοπνίχτ
ης
οι
θαλασσοπνίχτ
ες
γενική
του
θαλασσοπνίχτ
η
των
θαλασσοπνιχτ
ών
αιτιατική
τον
θαλασσοπνίχτ
η
τους
θαλασσοπνίχτ
ες
κλητική
θαλασσοπνίχτ
η
θαλασσοπνίχτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θαλασσοπνίχτης
<
θάλασσα
+
πνίχτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θαλασσοπνίχτης
αρσενικό
πλοίο
που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση και κινδυνεύει να
βυθιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θαλασσοπνίχτης
γαλλικά
:
navire poubelle
(fr)
,
bateau poubelle
(fr)