ηχολαλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαηχολαλία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική, μηχανική επανάληψη λέξεων ή/και προτάσεων
- ※ Η παρούσα έρευνα, με τίτλο ‘Η ηχολαλία ως μέσο επικοινωνίας στον αυτισμό’ αφορά τη μελέτη περίπτωσης, ενός παιδιού, που βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού και ηχολαλεί, δηλαδή επαναλαμβάνει λόγια των συνομιλητών του ή και δικά του. (Μητροσύλη Μπούνα, Ελένη; Τζιγκουνάκη, Στυλιανή; Σιούλα, Κωνσταντίνα, Η Ηχολαλία ως μέσο επικοινωνίας στον Αυτισμό (Μελέτη Περίπτωσης), πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2020 [1])