ηχηροποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηχηροποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ηχηροποιώ
Προφορά επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
ηχηροποιημένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί ηχηροποίηση
ηχηροποιημένος, -η, -ο