Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιέτοιμος η ημιέτοιμη το ημιέτοιμο
      γενική του ημιέτοιμου της ημιέτοιμης του ημιέτοιμου
    αιτιατική τον ημιέτοιμο την ημιέτοιμη το ημιέτοιμο
     κλητική ημιέτοιμε ημιέτοιμη ημιέτοιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιέτοιμοι οι ημιέτοιμες τα ημιέτοιμα
      γενική των ημιέτοιμων των ημιέτοιμων των ημιέτοιμων
    αιτιατική τους ημιέτοιμους τις ημιέτοιμες τα ημιέτοιμα
     κλητική ημιέτοιμοι ημιέτοιμες ημιέτοιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιέτοιμος < ημι- + έτοιμος

  Επίθετο επεξεργασία

ημιέτοιμος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία