Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτρομυογραφία οι ηλεκτρομυογραφίες
      γενική της ηλεκτρομυογραφίας των ηλεκτρομυογραφιών
    αιτιατική την ηλεκτρομυογραφία τις ηλεκτρομυογραφίες
     κλητική ηλεκτρομυογραφία ηλεκτρομυογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλεκτρομυογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική electromyography.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ηλεκτρομυογράφ(ος) + -ία με συνθετικά ηλεκτρο- + μυο- + -γραφία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.lek.tɾo.mi.o.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λεκ‐τρο‐μυ‐ο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλεκτρομυογραφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ήλεκτρο, μυς και γράφω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία