ηθμοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηθμοειδής | η | ηθμοειδής | το | ηθμοειδές |
γενική | του | ηθμοειδούς* | της | ηθμοειδούς | του | ηθμοειδούς |
αιτιατική | τον | ηθμοειδή | την | ηθμοειδή | το | ηθμοειδές |
κλητική | ηθμοειδή(ς) | ηθμοειδής | ηθμοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηθμοειδείς | οι | ηθμοειδείς | τα | ηθμοειδή |
γενική | των | ηθμοειδών | των | ηθμοειδών | των | ηθμοειδών |
αιτιατική | τους | ηθμοειδείς | τις | ηθμοειδείς | τα | ηθμοειδή |
κλητική | ηθμοειδείς | ηθμοειδείς | ηθμοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηθμοειδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἠθμοειδής < ἠθμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.θmo.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ηθ‐μο‐ει‐δής
- παλιότερος συλλαβισμός : η‐θμο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίαηθμοειδής, -ής, -ές
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ηθμός
Εκφράσεις
επεξεργασία(ανατομία)
- ηθμοειδές οστό: μικρό πορώδες οστό, που βρίσκεται στο μπροστινό κεντρικό τμήμα του ανθρώπινου κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό των ρινικών κοιλοτήτων
- ηθμοειδής κυψέλη: αεροφόρος κοιλότητα του ηθμοειδούς οστού που καταλήγει στις ρινικές κοιλότητες
- ηθμοειδής αρτηρία: κλάδος της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμεται στις ρινικές κοιλότητες, στην αιμάτωση των οποίων συμβάλλουν