↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηδονιστής οι ηδονιστές
      γενική του ηδονιστή των ηδονιστών
    αιτιατική τον ηδονιστή τους ηδονιστές
     κλητική ηδονιστή ηδονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηδονιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hédoniste ή από την αγγλική hedonist < αρχαία ελληνική ἡδον(ή) + -ιστής[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ðp.niˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐δο‐νι‐στής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηδονιστής αρσενικό (θηλυκό ηδονίστρια)

  1. αυτός που στη ζωή του αναζητεί την ηδονή
     συνώνυμα: ηδονοθήρας, φιλήδονος
  2. (φιλοσοφία) ο οπαδός της φιλοσοφικής σχολής του ηδονισμού

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ηδονή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία