πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηδονιστής οι ηδονιστές
      γενική του ηδονιστή των ηδονιστών
    αιτιατική τον ηδονιστή τους ηδονιστές
     κλητική ηδονιστή ηδονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηδονιστής αρσενικό (θηλυκό ηδονίστρια)

  1. αυτός που στη ζωή του αναζητεί την ηδονή
     συνώνυμα: ηδονοθήρας, φιλήδονος
  2. (φιλοσοφία) ο οπαδός της φιλοσοφικής σχολής του ηδονισμού

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία