Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηδονιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ηδονιστικ
ός
η
ηδονιστικ
ή
το
ηδονιστικ
ό
γενική
του
ηδονιστικ
ού
της
ηδονιστικ
ής
του
ηδονιστικ
ού
αιτιατική
τον
ηδονιστικ
ό
την
ηδονιστικ
ή
το
ηδονιστικ
ό
κλητική
ηδονιστικ
έ
ηδονιστικ
ή
ηδονιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ηδονιστικ
οί
οι
ηδονιστικ
ές
τα
ηδονιστικ
ά
γενική
των
ηδονιστικ
ών
των
ηδονιστικ
ών
των
ηδονιστικ
ών
αιτιατική
τους
ηδονιστικ
ούς
τις
ηδονιστικ
ές
τα
ηδονιστικ
ά
κλητική
ηδονιστικ
οί
ηδονιστικ
ές
ηδονιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηδονιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ηδονιστικός
που αποβλέπει στις
ηδονές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηδονιστικός
αγγλικά
:
hedonistic
(en)