ζωόγλοια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωόγλοια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zoogloea < αρχαία ελληνική ζῷον + ελληνιστική κοινή γλοία / γλία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωόγλοια θηλυκό
- (βιολογία) αποικία ή άθροισμα μυκητών ή / και μικροβίων, εντός γλοιώδους ουσίας, που τα συγκρατεί, πάνω σε υδάτινη επιφάνεια (στάσιμα ύδατα, ξίδι κ.λπ.),