Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζωντόβολο τα ζωντόβολα
      γενική του ζωντόβολου των ζωντόβολων
    αιτιατική το ζωντόβολο τα ζωντόβολα
     κλητική ζωντόβολο ζωντόβολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωντόβολο < μεσαιωνική ελληνική ζωντόβολον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωντόβολο ουδέτερο

  1. ζώο, συνήθως μουλάρι ή γαϊδούρι
     συνώνυμα: ζωντανό, ζώο
  2. (μειωτικό) ο ανόητος, αυτός που δεν ξέρει τι του γίνεται
     συνώνυμα: ανόητος, άξεστος, βλάκας, ζώο, κουτός
  3. (χαϊδευτικό) μικρό άτακτο παιδί
    μα τι ζωντόβολο είναι, όλο αταξίες κάνει!
    μα πού έχει κρυφτεί πάλι; θα με σκάσει αυτό το ζωντόβολο!

  Μεταφράσεις επεξεργασία