ζωντόβολο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωντόβολο < μεσαιωνική ελληνική ζωντόβολον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωντόβολο ουδέτερο
- ζώο, συνήθως μουλάρι ή γαϊδούρι
- (μειωτικό) ο ανόητος, αυτός που δεν ξέρει τι του γίνεται
- (χαϊδευτικό) μικρό άτακτο παιδί
- μα τι ζωντόβολο είναι, όλο αταξίες κάνει!
- μα πού έχει κρυφτεί πάλι; θα με σκάσει αυτό το ζωντόβολο!