Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
asticot
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
asticot
asticots
Ουσιαστικό
επεξεργασία
asticot
(fr)
αρσενικό
η
νύμφη
της
μύγας
που χρησιμοποιείται σαν
δόλωμα
στο
ψάρεμα
((μτφρ)}
ζωντόβολο