ενικός         πληθυντικός  
asticot asticots

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

asticot (fr) αρσενικό

  1. η νύμφη της μύγας που χρησιμοποιείται σαν δόλωμα στο ψάρεμα
  2. ((μτφρ)} ζωντόβολο