ζυγιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζυγιά | οι | ζυγιές |
γενική | της | ζυγιάς | των | ζυγιών |
αιτιατική | τη | ζυγιά | τις | ζυγιές |
κλητική | ζυγιά | ζυγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζυγιά < (ελληνιστική κοινή) ζυγία < ζυγή < αρχαία ελληνική ζεύγνυμι / ζευγνύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζυγιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το ζευγάρι
- Ἡ τελευταία ζυγιά ἥτις κατῆλθε, συνίστατο ἀπὸ τὸν Στάμον καὶ ἀπὸ τὸν Ἀργύρην, δύο φρονίμους παῖδας. Οὗτοι δὲν ἐμάλωναν, ἀλλ’ ἐσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τί νὰ τὰ κάμουν τὰ λεπτὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἐμάζωναν ἐκείνην τὴν βραδιάν. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
- (λαϊκότροπο) (ιδιωματικό) (μουσική) δύο μουσικοί με τα μουσικά τους όργανα (π.χ. λαούτο και βιολί)